2037

Αθήνα 2037. Καλοκαίρι.22 Αυγούστου. Θερμοκρασία 45 βαθμοί Κελσίου. Παραλία Γλυφάδας . 8 το πρωί. Το τραμ μόλις πέρασε. Δυο σώματα με κολυμβητικά μαγιώ κολυμπούν παράλληλα με την παραλία. Η θάλασσα γαλήνια. Οι παφλασμοί των κινήσεων των χεριών συνεχίζονται.

-Σε κέρδισα! Πέμπτη συνεχόμενη φορά!!

-Είσαι 30 χρόνια νεώτερος. Μια χαρά σε κόντραρα.

Το καυτό ντους στην κάψουλα 23 της παραλιας γαργαλουσε το γυμνασμενο κορμι του.

Σωματοφύλακας εδώ και τρία χρόνια του αντιπροέδρου της Pandesia του κράτους που δημιουργήθηκε το 2031 από την Ένωση Ελλάδας και Τουρκίας.

δΥΣΗ

Κοντά στη δύση σου. Οι θύμησες οργιάζουν. Κυνήγησες ανεμόμυλους. Πλάνη ήταν. Ήταν η Παράδεισος.

Καποτε

Μια μέρα θα πεις : Διαολε άξιζε τον κόπο, την χάρηκα τη ζωή, πήρα τα ρίσκα μου; είμαι χορτάτος; και αυτός θα σου πει : Κοίτα στον καθρεπτη: Αν γελάς είσαι γελασμένος. Αν κλαις είσαι πάλι γελασμένος…

THE ABYSS

Ράκος. Με κακή διάθεση. Με πολλά νεύρα. Όλα του φταίγανε. Από τον καφέ που ήταν ένα τσικ πιο γλυκός μέχρι τον καιρό που ήταν ηλιόλουστος , χαρά θεού. Με ψυχολογία στα τάρταρα λοιπόν, βγήκε και έκανε την καλύτερη του εμφάνιση. Άβυσσος η ψυχή του…

Έψαξε την εξιλέωση, τον εξαγνισμό, την άφεση αμαρτιών. Στο κυνήγι αυτών δεν βρήκε τίποτα. Μέσα από την πορεία όμως βρήκε κάτι άλλο, κάτι που δεν έψαχνε. Και αυτό ήταν καλύτερο. Το καλύτερο.

Και έμεινε να κοιτάζει την θάλασσα. Και να την παρακαλάει. Μίλα μου. Μίλα μου. Πες μου κάτι. Και αυτή δεν τον απογοήτευσε. Τον πήρε στην αγκαλιά της σαν μικρό παιδί και τον παρηγόρησε. Του έδιωξε όλες τις έγνοιες. Του καθάρισε το μυαλό. Και τον παρέδωσε πίσω αμόλυντο, άσπιλο. καθαρό. Έτοιμο για νέες αμαρτίες.

μΙΑ ΜΕΡΑ ΧΩΡΙΣ ΕΜΠΝΕΥΣΗ

Το λουλούδι θα ανθήσει.Πότισμα θέλει και αγάπη.

Ακόμα μια μέρα χωρίς έμπνευση.Πάνω στον υπολογιστή περιμένοντας τις λέξεις να κατέβουν. Σηκώθηκα, έφτιαξα καφέ και πήγα στο μπαλκόνι. Άναψα τσιγάρο. Ο καπνός ανήλθε στα ουράνια.

Kαλοκαίρι 2020. Ένα περίεργο καλοκαίρι. Μετά την πρώτη καραντίνα. Πριν την επόμενη; Δεν ξέρεις. Τα πρώτα μπάνια. Το κρύο νερό να αναζωογονεί το κορμί. Καλοκαίρι.

Aκόμα ένας μήνας σε αναστολή. Έσπαγα το κεφάλι να βρώ κάτι να κάνω. Για μπάνιο πήγαμε. Χρώμα πήραμε. Στην Υπόγα πήγαμε. Πινγκ-πονγκ είδαμε. Εξαίρετο στυλ ο κυρ-Βαγγέλης. Για καφέ πήγαμε. Μετά συζύγου και άνευ. Κάποιες υποχρεώσεις διευθετήθηκαν. Ανάγνωση Καπετάν Μιχάλη ξεκίνησε. Για την ακρίβεια ξαναξεκίνησε. Μετά από είκοσι και χρόνια. Θησαυρός. Κάθε σελίδα και μια περιπλάνηση σε καινούρια μονοπάτια. Αλλά βαριά η γραφή. Πέντε πέντε οι σελίδες. Βαραίνει ο νους και χάνεται η αξία των λέξεων. Πέθανε και ο Νέμο. Διάολε, τι σου έφταιξε το χρυσαφένιο ;

αΘΉΝΑ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

H πρόταση μου για λύση του κυκλοφοριακού της πρωτεύουσας.

-Αντικατάσταση λεωφορείων/τρόλευ με tube πάνω σε ράγες όπου το επιτρέπει ο δρόμος πχ Κηφισίας , Μεσογείων.

-Υπόγειες διαδρομές αλά Elon Musk που θα ενώνουν τα άκρα της πόλης και κεντρικά σημεία όπου θα επιτρέπεται η ανύψωση.

-Επιχορήγηση/προώθηση της εφαρμογής για κινητά ”Πάρε με και μένα” ώστε όλα τα αυτοκίνητα τις πρωινές ώρες αιχμής να έχουν 2 με 3 επιβάτες και όχι μόνο έναν.

-Διαπλάτυνση δρόμων όπου επιτρέπεται χωροταξικά.

-Βύθιση Κατεχάκη με έξοδο στην παραλιακή.

-Σήραγγα που θα τρυπάει τον Υμηττό από το ύψος της Καισαριανής.

-Τροποποίηση ωραρίων ιδιωτικού-δημόσιου τομέα 9-5,10-6,11-7, 12-8 ώστε να ελαφρυνθούν οι ώρες αιχμής.

-Μετακόμιση Βουλής των Ελλήνων σε προάστιο για αποσυμφόρηση του κέντρου.

-4ημερη εργασία.

ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΛΎΤΕΡΟ ΣΗΜΕΡΑ.

ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ.

17

Κυλισμένος μέσα στο βούρκο.

Στην άβυσσο της ανθρώπινης ύπαρξης.

Στον πυθμένα των απόκρυφων αισθήσεων.

Αναζητώντας το ουράνιο τόξο.

Εραστής του αδύνατου.

Η θάλασσα κοιμάται;

Αυτή είναι η ζωή.

Το καφέ μισοάδειο. Ο καπνός ξεχειλιζε από τα ρουθούνια του. Η οθόνη απέναντι έπαιζε Μουντό μπάσκετ. Ρωσία Αργεντινή. Οι σερβιτόρες πηγαινοερχονταν με τα ψεύτικα χαμόγελα τους.

Τα είχε όλα. Ομορφιά, χρήματα, οικογένεια, παιδιά. Ρούφηξε δυνατά το τσιγάρο του. Όμως, οποτε έβρισκε μια ώρα μόνος, παρέα με τον καλύτερο του φίλο, τον εαυτό του… κάτι τον έτρωγε… ετριζε τα δόντια του… σκέψεις στριφογυρνουσαν στον ωκεανό του μυαλού του. Στη λεωφόρο Ποσειδώνος τα αυτοκίνητα πηγαινοερχονταν δίχως σταματημό. Τέσσερις το μεσημέρι. 35 Αυγούστου. Η Φαιη του έφερε τον λογαριασμό. Ως συνήθως, της άφησε ένα γερό φιλοδώρημα κλείνοντας της το μάτι. Τα μάτια μιλάνε. Τα λένε όλα.

Να γράφεις και να σβήνεις του είχε πει κάποτε ο πατέρας του. Αυτή είναι η ζωή.

Η θάλασσα μέσα μου…

Κοίταξα τη θάλασσα. Έβλεπα εμένα. Σαν αγριεμένο κύμα που σκάει στην ακτή και ηρεμεί. Δεν με αναγνώρισα. Τι απέγινε εκείνος ο χαμογελαστός νέος, ο ασυμβίβαστος, γεμάτος δίψα για ζωή;

Θυμήθηκα το λόγια του πατέρα μου: Γιατί ζεις;

Ο ήλιος κρυβόταν σιγά σιγά πίσω από τον ορίζοντα. Καιρός να πάω στο δωμάτιο. Πρώτες διακοπές μόνος, μετά από χρόνια σε ένα όμορφο νησί του Αιγαίου. Μακρυά από σκοτούρες και βάσανα. Είχα όλο το χρόνο του κόσμου να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά.

Στο δωμάτιο δεν έμεινα πολύ. Έκανα ένα κρύο ντους. Έκατσα στο μπαλκόνι με θέα τη θάλασσα. Τα φώτα της χώρας , διάσπαρτα στο τοπίο, με καλούσαν να τα πλησιάσω. Παρασκευή Δεκαπενταύγουστο το νησί ήταν γεμάτο τουρίστες. Ένιωσα το απαλό αεράκι σαν χάδι στο πρόσωπο μου. Η νύχτα με καλούσε. Έλα.