Η βροχή ήταν δυνατή. Άφησα το αμάξι στον παρκαδόρο και προχώρησα στο δρομάκι.Παραμονή πρωτοχρονιάς. Μια μαγική μέρα.Το ένιωθες στον αέρα.Έκανα να ανοίξω την πόρτα.Την ένιωσα να ανοίγει προς τα μέσα.Τότε την είδα πρώτη φορά. Μα έφευγε από τώρα; Η εικόνα της γέμισε τα μάτια μου. Χάθηκε πίσω μου. Προχώρησα προς την μπάρα. Το μαγαζί ήταν μισογεμάτο. Ξετύλιξα το καινούριο πακέτο και άναψα τσιγάρο. Ρούφηξα δυνατά. Χάθηκα μέσα στον καπνό. Σήμερα επιτρέπονται οι μικρές ”καταχρήσεις”.Κοίταξα το ξύλινο ρολόι πάνω από τον απέναντι καθρέπτη. 11παρά.
Ήταν μια ακόμα χρονιά. Η δουλειά πήγε καλά , αλλά πήγαινε καλά τα τελευταία χρόνια. Τα παιδιά ήταν καλά, αλλά δεν τα έβλεπα συχνά πια. Τέταρτη παραμονή πρωτοχρονιάς σερί στην ”Παράδεισο” , μόνος, αναζητώντας τη λύτρωση στο ποτό και στο τσιγάρο, στις τυχαίες γνωριμίες της τεχνητής χαράς, εκεί γύρω στα 50 παρά κάτι…Δεν βαρέθηκες διάολε;; Τι ψάχνεις πια;; Καλεσμένος σε σπίτια φίλων για οικογενειακές γιορτές έλεγα όχι. Προτιμούσα την σιγουριά της μοναχικής ρουτίνας. Το δεύτερο ποτό ήταν παρελθόν. Η θάλασσα στο φόντο αχνογυάλιζε από τους προβολείς του μαγαζιού. Η θάλασσα! H μητέρα θάλασσα, που γέμιζε κάποτε τα μετ-εφηβικά μας όνειρα, εκεί στον Μαραθώνα, με όλην την παρέα. Κάτω από τον καυτό ήλιο, με παιχνίδι και αθωότητα, τα σφριγηλά ηλιοκαμένα κορμιά της νιότης γεμάτα μέλλον στριμωγμένα ειναι πια στη λήθη.
12παρά.Τα φώτα σιγά σιγά χαμηλώνουν. Η μουσική μας προετοιμάζει για τον ερχομό του νέου έτους. Το βλέμμα πάει ασυναίσθητα προς την είσοδο. Να την πάλι.Η όμορφη φιγούρα της εισέρχεται στην αίθουσα. Happy NEW Year!!
Φιλιά σε αγνώστους, υψωμένα ποτήρια, πολύχρωμες κορδέλες στον αέρα, η αίθουσα πηγάζει χαρά, τα χαμόγελα πλημμυρίζουν τα πρόσωπα, η μουσική δίνει τον τόνο, σε νικήσαμε για λίγο πανδαμάτορ χρόνε…
Και ξαφνικά σιωπή.Pause. Δεν νιώθω τίποτα. Ο χρόνος σταματάει. Μόνο η καρδιά χτυπάει. Σταθερά. Σε κρατάει ζωντανό. Το μυαλό έχει νεκρώσει.
Η ζωή μου φέρθηκε καλά. Ήμουν τυχερός. Στάθηκα στο Ύψος της, όμως; Ή παραδόθηκα; Η κλεψύδρα θα αδειάσει μια μέρα…+ Θα κλαις από χαρά ή από λύπη; Ποιός θα σε σώσει τότε;
Kαι τότε πλησίασε αυτή.Είχα ένα δεύτερο να της ψιθυρίσω κάτι. Happy New Year και μαλακίες.
-Τίποτα δεν μπορεί να μας κρατήσει μακρυά…
Με κοίταξε με αυστηρό ύφος αλλά διέκρινα μια χαραμάδα φωτός.
-Λές;
Προχώρησε στην παρέα της. Εκατσα πάλι στην θέση μου. Άναψα τσιγάρο. Ήταν το τρίτο ή το τέταρτο ποτό; Εχασα το μέτρημα.Η σκέψη μου γύρισε πίσω. Πολύ πίσω.Πολύ πολύ πίσω.
H βραδυά φαινόταν να κυλούσε όμορφα για τους περισσότερους. Χαρούμενα πρόσωπα, κουβεντούλες, λίκνισμα στον ρυθμό της μουσικής, λίγο ποτό ή περισσότερο, βλέμματα που διασταυρώνονται, ματιές που αναζητούν ταίριασμα, η θάλασσα στο βάθος , γαλήνια, ήρεμη, μαγεύει τους λίγους που εξακολουθούν να την κοιτάζουν κατάματα…
Περασμένες 3. Είναι η ώρα μου. Ώρα για επιστροφή στο παλιόσπιτο. Η λευκή Aλφα με περιμένει. Οδηγώντας στην φωτισμένη πόλη , μια πόλη που δεν άφησα ποτέ, παίρνω την Υπόγεια Διαδρομή από Ποσειδώνος για Περιφερειακό Υμηττού. Υπόγεια διαδρομή.Εσύ και ο δρόμος.Και τα φώτα. Ούτε καν μουσική. Δρόμοι. Στο βουνό κόβω αριστερά για Καισαριανή. Ανοίγω λίγο το παράθυρο. Παγωμένος αέρας κατακλύζει την καμπίνα. Είμαι ζωντανός! Φτάνω στα Ιλίσια. Το σπίτι που μεγάλωσα είναι εκεί.Τα λαμπάκια αναβοσβήνουν. Το αφήνω πίσω. Ανεβαίνω την Μεσογείων. Δεξιά στου Παπάγου. Έφτασα στο παλιόσπιτο. Με θέα το γήπεδο. Κοιμήθηκα με τα ρούχα.
To επόμενο πρωινό με βρήκε ξύπνιο γύρω στο μεσημεράκι.Τα ρούχα μου μυρίζανε τσιγάρο και αλκοόλ. Τα έβγαλα και μπήκα στο ντους. Η ζέστη του νερού περιέβαλε το κορμί μου. Πάσχισα να θυμηθώ τι είχα να κάνω σήμερα. Ένας ζεστός καφές θα βοηθούσε. Έκατσα στο καθιστικό. Συνεχές ψιλόβροχο έξω. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Τάκης να μου θυμίσει ότι στις 7 το απόγευμα είχαμε να πάμε στο PAO Arena να δούμε το ντέρμπι με τον Ολυμπιακό.Τι καλύτερο για την πρώτη μέρα του έτους!
18.15 περασε ο Τάκης με τον Αλέξη και με πήρανε να πάμε παρέα, Ολυμπιακοί αυτοί, αλλά τώρα πια αυτά τα παιχνίδια τα βλέπαμε παρέα. Είχε κόσμο το γήπεδο. Πρώτη φορά έπεφτε το ντέρμπι πρώτη του έτους. Ο Ολυμπιακός ήταν μπροστά στην βαθμολογία 4 βαθμούς και το παιχνίδι είχε πολύ ενδιαφέρον. Τόσα χρόνια στα γήπεδα, η δίψα για κάτι καινούριο παρέμενε άσβηστη. Δεν ήταν όμως η μέρα μας.Το ματς έληξε 0-0 και η επιστροφή ήταν σιωπηλή. Κοιμήθηκα ήσυχα, αύριο ήταν εργάσιμη.
Πάλι ξύπνησα μέσα στην νύχτα. Πριν το ξυπνητήρι. Παλιά συνήθεια. Ακόμα νύχτα έξω. Κοιτάω το ρολόι. 5.15. Ανοίγω να δω τα πρωινά νέα. Επίθεση Καμικάζι στη Βαγδάτη, σε κυκλοφορία η νέα βιογραφία του Νίκου Καζαντζάκη. Πριν μερικά χρόνια είχα δει μια ταινία για την ζωή του. Καλό είναι να τον ανακαλύψουν και οι νεότεροι σκέφτηκα. Πάντα είχα την απορία ποιος είναι πιο ”πολύ” Έλληνας: ο Ζορμπάς ή ο Καζαντζάκης. Μάλλον είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Κάτι τέτοια σκεφτόμουν καθώς ντυνόμουν και χάραζε η μέρα.
Ευτυχώς το γραφείο είναι κοντά. 15 λεπτά δρόμος. Το μοντέρνο κτίριο στην Κηφισίας με περίμενε και αφού βρήκα την κάρτα, ανέβηκα τις σκάλες. Ακόμα στολισμένο με πολλά λαμπάκια για την περίοδο των εορτών. Πήγα στην κουζίνα να φτιάξω καφέ. Μια νεαρά συνάδελφος κάπνιζε στο παραθυράκι. Λίγη κουβεντούλα.
Γύρισα και έκατσα στο γραφείο.Άλλη μια μέρα στο γραφείο.Μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Καμιά φορά αναρωτιέσαι τι νόημα έχει η ζωή που ζούμε. Να ζεις μια ζωή με εντιμότητα, συνέπεια, ηθική, να είσαι καλός , ή να περνάς που και που και στην άλλη πλευρά, να γίνεσαι λίγο παραπάνω εγωιστής, να κοιτάς παραπάνω τον εαυτό σου και ας είναι εις βάρος κάποιων άλλων. Στο φινάλε ποιον θα σώσουμε πρώτα: Τον εαυτό μας ή τους άλλους. Τί είναι ο άνθρωπος παρά ένα διαχρονικό πεδίο μάχης ανάμεσα στην καρδιά και το μυαλό, τη λογική και το συναίσθημα, την παρόρμηση και τους αριθμούς, το Καλό και το Κακό , το Εγώ και το Εσύ. Τι ζωή αξίζει να ζείς; Μετά από τόσα χρόνια δεν έχω ξεκάθαρη απάντηση. Το μόνο που κατάλαβα, και είμαι σίγουρος για αυτό ,είναι για την αξία της Στέρησης. Μόνο άμα στερηθείς κάτι έντονα , για αρκετό καιρό , καταλαβαίνεις την αξία του. Έτσι είναι η ζωή, έτσι είναι ο άνθρωπος. Έτσι λειτουργεί. Και κάτι άλλο. Διάολε, αν έφτασες κάπου, κοίτα πίσω και θυμήσου τι πέρασες. Πάρε τον χρόνο σου και σκάσε ένα χαμόγελο. Μόνο εσύ ξέρεις. Ναι, πραγματικά, μόνο εσύ ξέρεις. Ουπς, χτυπάει το τηλέφωνο.
Η ρουτίνα της δουλειάς δεν είναι κάτι συνταρακτικό αλλά τουλάχιστον σε κρατάει απασχολημένο. Είναι άξιο μελέτης πώς ξεχνιέσαι από οτιδήποτε άλλο μπορεί να σε απασχολεί και ασχολείσαι με τα της εργασίας μέχρι που κάποια στιγμή έχει περάσει η ώρα και πρέπει να φύγεις. Για να φύγεις και να έρθεις την άλλη μέρα να συνεχίσεις από εκεί που το άφησες. Για να συνεχιστεί αυτή η διαδικασία μέχρι , μέχρι πότε; Μέχρι κάτι να σπάσει τον τέλειο αυτό κύκλο και να σε βγάλει από την ρουτίνα σου…Το θές αυτό ή δεν το θες; Είναι μοναδικό πως οι άνθρωποι φοβούνται την αλλαγή, είτε αυτή είναι κάτι μικρό , είτε κάτι μεγαλύτερο.
Κατά τις 19.00παρά σχολάω. Πάω προς το σημείο που έχω παρκάρει . Έχω όλο το χρόνο του κόσμου να κάνω ότι θέλω και δεν έχω κανονίσει τίποτα. Δεν θέλω να πάω σπίτι. Βάζω μπρος τη μηχανή και ξεκινάω προς κέντρο. Οι δρόμοι είναι σχετικά άδειοι ακόμα μέσα στην παραζάλη των εορταστικών ημερών. Η Αθήνα, η πόλη μου, μια πρωτεύουσα χαμαιλαίοντας που μεταμορφώνεται από την πιο όμορφη πόλη του κόσμου στην πιο άσχημη από στενό σε στενό. Πάω προς Κολωνάκι και παρκάρω σχετικά εύκολα. Λίγο περπάτημα θα μου κάνει καλό. Η περιοχή μετά τις ανακαινίσεις των τελευταίων ετών έχει γνωρίσει ανάπτυξη και έχει γίνει πόλος έλξης για πολλούς Αθηναίους και μη που συναντιώνται για να μοιραστούν τον χρόνο τους και τις στιγμές τους. Βαδίζω προς το αγαπημένο μου καφέ, το Μπλε Βελούδο. Σε μπλε φόντο, με λευκές καρέκλες και ωραία φυτά να διακοσμούν τα τραπεζάκια είναι η μόνιμη επιλογή μου για έναν γρήγορο καφέ στο κέντρο. Στο διπλανό τραπέζι δυο νεαρές κυρίες συζητούν τα της ημέρας, παραδίπλα ένα νεαρό ζευγάρι ζει τις δικές του όμορφες στιγμές αντικρύζοντας ο ένας τον άλλον βαθιά μέσα στα μάτια. Ο θεός Έρωτας έχει φωλιάσει στις ψυχές τους και φαίνεται να διαφεντεύει την κάθε τους κίνηση. Θυμάμαι την πρώτη φορά που ερωτεύθηκα; Tell me something boy! Βεβαίως και θυμάμαι!
Ήταν στα μεσα προς τέλη της δεκαετίας του ενενήντα. Σε νυχτερινό κλαμπ της Αθήνας… Λικνιζόταν στο ρυθμό της μουσικής…Ήταν τόσο αισθησιακή διάολε! Γαμημένη νιότη!
Mε παρέσυρε στο χορό της, στον ρυθμό της, στον έρωτα της. Ήταν ο καιρός της αθωότητας. Και μετά έφυγε. Έφυγε μακριά. Αφήνοντας μου μόνο μια επιλογή. Να την θυμάμαι. Να την θυμάμαι! Τα μάτια της όταν με κοιτάζανε. Το χαμόγελό της που καθρέπτιζε την ψυχή της. Τα κορμιά που ενωθήκανε. Και μετά το Τέλος. The end of the affair.
Περπατώντας προς το αυτοκίνητο, ενώ η νύχτα είχε προχωρήσει σκέφτηκα να την αναζητήσω. Έστω και τώρα. Μετά από τόσο καιρό. Για να την δω, για να μάθω πώς κύλησε η ζωή της, αν βρήκε αυτό που έψαχνε και με τόσο πάθος αναζητούσε από μικρή. Τι νόημα θα είχε δεν ξέρω, αλλά καμιά φορά αναζητώντας βρίσκεις και το νόημα. Όπως λέει και ένα στιχάκι: Πού με φτάσανε οι Έρωτες! Περνώντας το μέσο της ζωής θες να κοιτάς πίσω και να είσαι γεμάτος, να έχεις κλείσει τα κεφάλαια της καρδιάς σου και να έχεις μια ηρεμία. Γίνεται; Ακόμα δεν έχω καταλάβει.
Έβαλα μπρος και η Alfa βρυχήθηκε νωχελικά δείχνοντας μου ότι νύσταζε και αυτή…Δεν την κούρασα παραπάνω. Γύρισα σπίτι και κοιμήθηκα.
To επόμενο πρωινό τήρησα ευλαβικά την συνήθη ρουτίνα. Ξύπνημα νωρίς, δυο ρουφηξιές ζεστού καφέ, ένα ζεστό μπάνιο για να ξυπνήσει το κορμί, ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι για να πάρω μια αίσθηση του χειμωνιάτικου καιρού και επαφή με τις πρωινές ειδήσεις. Μια ρουτίνα που κράταγα τα τελευταία χρόνια. Ντύθηκα και μπήκα στο αμάξι. Η γειτονιά ήσυχη, όπως πάντα, το φεγγάρι αχνοφαινότανε στον αθηναικό ουρανό έτοιμο να δώσει τη θέση του στον βασιλιά Ήλιο. Πέντε λεπτά στο αμάξι, χτυπάει το τηλέφωνο. Τέτοια ώρα τηλεφώνημα για καλό δεν είναι, σκέφτηκα. Ήταν η μητέρα μου από το νησί της Αφροδίτης, εκεί ζούσαν οι γονείς μου τα τελευταία χρόνια, στο μικρό χωριό στο βουνό. Μια ήρεμη ζωή, χωρίς εκπλήξεις μακριά από τα φώτα της πόλης. Πήρε να με ενημερώσει για κάτι δυσάρεστο. Χωρίς πολλές εισαγωγές. ”Πέθανε η θεία Αριάδνη”. Ξαφνικά όλα σκοτείνιασαν. Ο ήλιος που άρχιζε δειλά δειλά να λάμπει δεν με άγγιζε. Σκέφτηκα τον θείο. Μια ζωή μαζί της. Τι είναι η ζωή; Ένα μεγάλο αστείο. Σημασία έχει πόσο αστείοι είμαστε εμείς απέναντι της. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο μου. Μετά και άλλο. Και άλλο. Γίνανε πολλά.Διάολε, μου την φύλαγες σήμερα…
Στην κηδεία την μεθεπόμενη μέρα τα πρόσωπα ήταν σιωπηλά, αποτυπωμένη η θλίψη πάνω τους. Την συνοδέψαμε στην τελευταία της κατοικία όπως συνηθίζεται να λέμε. Θάνατος. Ένας φίλος που δεν θέλεις να γνωρίσεις. Και όμως, κάθε μέρα τον πλησιάζεις όλο και πιο κοντά. Θάνατος. Ένας φίλος που θα έρθει να σε βρει, αργά ή γρήγορα. Θες να τον κάνεις πέρα, αλλά ξέρεις πως δεν θα τα καταφέρεις. Αργός θάνατος. Το λουλούδι πάνω στον τάφο και το περπάτημα μέχρι την είσοδο του νεκροταφείου που κρατάει μια μικρή αιωνιότητα . Πού περιμένουν οι ψυχές μέχρι να ξανασυναντηθούνε; Θα τα ξαναπούμε μια μέρα; Να είσαι σίγουρος.
Μετά την κηδεία, κάτσαμε στο ίδιο τραπέζι τα μέλη της οικογένειας. Ένα μοιραίο γεγονός μας έφερε κοντά αυτή τη φορά. Η μητέρα, ο πατέρας, ο αδερφός. Οικογένεια. Δεν βρισκόμασταν όλοι μαζί συχνά πια. Αλλά ξέρεις πως είναι το αίσθημα. Σαν να μην πέρασε μια μέρα…
Θυμήθηκα στιγμές με τον αδερφό μου αποτυπωμένες βαθιά πια, μέσα στο μνημονικό. Παιχνίδι και χαρά πριν να ξυπνήσουν οι γονείς και φτάσει η ώρα του σχολείου. Παιχνίδι στην άμμο, στα κύματα, οικογενειακές διακοπές, ταξίδια ξημερώματα με το λευκό οικογενειακό αυτοκίνητο στην Κέρκυρα, ένα ταξίδι, το πρώτο, στο εξωτερικό οικογενειακώς με στιγμές ανεξίτηλα χαραγμένες, Χριστούγεννα στο χωριό στην Κύπρο στο βουνό, με τον παππού και την γιαγιά, έξω κρύο μα ζέστη μέσα στις καρδιές μας. Θυμάμαι, θυμάμαι, θυμάμαι! Σαν βαρυσκονισμένο μπαούλο που ανοίγεις και ξαναανακαλύπτεις όσα φύλαγες ευλαβικά τόσα χρόνια μέσα. Μεγαλώσαμε, αλλάξαμε, χαθήκαμε, σκληρύναμε, μα όταν βρισκόμαστε, είμαστε σαν παιδιά που ανοίγουν τα δώρα των Χριστουγέννων!
Γύρισα σπίτι, απαλλάχτηκα από τα μαύρα ρούχα, γεμάτος συναισθήματα, Σάββατο μεσημέρι, είχα μια ολόκληρη Κυριακή μπροστά μου, πριν κυλήσω πάλι σαν μπαλάκι στην κατηφόρα, στην ρουτίνα της εβδομαδιαίας θάλασσας που γεμίζει τις ώρες και αδειάζει τον χρόνο. Αυτήν την Κυριακή την περίμενα με λαχτάρα. Θα έβλεπα τα παιδιά μου.
Δευτέρα πρωί ξύπνημα νωρίς πάλι στις πέντε και τέταρτο. Στο μπαλκόνι για τσιγάρο και καφέ, ένα ντους απόλαυση να ξυπνήσει το κορμί και τα πρωινά νέα. Ρουτίνα, ρουτίνα, ρουτίνα! Θυμήθηκα την κουβέντα ενός πατέρα στον γιο του σε μια στιγμή έντασης:Γιατί ζεις; Δύσκολες οι σχέσεις μεταξύ γονιών και παιδιών, μεταξύ συντρόφων, μεταξύ αδελφών, μεταξύ συναδέλφων. Θυμήθηκα έναν Προφεσορα στο μεταπτυχιακό πριν είκοσιχρόνια, να μας τονίζει με επιμονή: Να θυμάστε, το πιο δύσκολο πράγμα είναι οι ανθρώπινες σχέσεις. Δεν είχα δώσει προσοχή τότε. Δεν καταλάβαινα πως το εννοούσε. Τώρα ξέρω. Ναι, τώρα ξέρω.
Κρύο έξω. Μπήκα στο αμαξι. Να ζεσταθούμε λίγο. Η ίδια διαδρομή. Πάντα η ίδια διαδρομή. Σαν ηθοποιός στο θέατρο που λέει τα λόγια του την κατάλληλη στιγμή με την πρέπουσα χροιά στη φωνή, με την ίδια μανιέρα στην κάθε παράσταση, κάθε βράδυ, για όσο καιρό αντέξει το έργο, έτσι και η διαδρομή είναι πάντα η ίδια. Σταματάω στο γνωστό καφέ για να πάρω τον καφέ για το γραφείο. Στο πεντάλεπτο απόλαυσης χτυπάει το τηλέφωνο. Ο Θεόφιλος από το δρόμο για το γραφείο του. Τα λέμε συχνά τα πρωινά. Ανήσυχο πνεύμα, απολαμβάνω τις κουβέντες μαζί του. Κανονίζουμε να βρεθούμε αργά το απόγευμα. Ωραία! Έχω κάτι να περιμένω σήμερα…
Βρεθήκαμε σε ένα καφέ στο Χαλάνδρι. Ο Θεόφιλος φίλος από τα φοιτητικά χρόνια. Δεν μασαγε τα λόγια του. Χτυπούσε στην καρδιά με τις κουβέντες του. Ακριβολογος, δεν σήκωνε πολλούς αστεϊσμούς, στους οποίους είχα μια κάποια ειδικότητα:Φίλε βαρέθηκα!Πνίγομαι, σπίτι, παιδιά, υποχρεώσεις, τρέξιμο, γκρινια, πνίγομαι!
-Τι πνίγεσαι ρε Θεό, όλα τα έχεις,τι σου λείπει; του είπα καθώς χάζευα τους περαστικούς στο πεζόδρομο…
-Δεν ξέρω ρε φίλε, σαν κάτι να λείπει… Ακόμα καπνίζεις; είπε και με κοίταξε με απέχθεια όπως μόνο αυτός ξέρει.
-Θες ένα να καλμαρεις; του είπα και γύρισε έτοιμος να εκστομισει καμία βρωμοκουβεντα αλλά τον πρόλαβα.. – Κοίτα, εμένα τα έχασα όλα για ένα καπρίτσιο, και μου λες εσύ κάτι σου λείπει; Ρωτάς εμένα τι μου λείπει; Αντε σοβαρεψου!Μάλλον δεν περίμενε να το ακούσει αυτό από μενα γιατί ησύχασε, συνέχισε τον καφέ του, και άλλαξε κουβέντα. Ακολούθησα και γω, αρκετά η ψυχανάλυση για Δευτέρα πρωί…
-Θα συνεχίσουμε για φαγητό; του πρότεινα, ξέρω ένα καλό εδώ κοντά.
-Πρέπει να γυρίσω σπίτι.
-Αυτά είναι, του είπα.
Ο Θεόφιλος είχε μια γλυκιά αδυναμία. Του αρέσουν οι γυναίκες λίγο πιο πολύ από το κανονικό, αν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει κανονικό. Καμία φορά εκφράζει αυτήν την υπέρμετρη λιγουριαση με ατάκες και σχόλια, άλλες φορές συγκρατειται … Αλλά τον βλέπεις τον άνθρωπο, τον καταλαβαίνεις.
Χαιρετηθηκαμε και πήγα προς το αυτοκίνητο. Κοιμήθηκα σαν πουλάκι.
-Θες να ζήσεις για πάντα;
-Μπορώ;
-Ναι!
Τότε θέλω!
Ξύπνησα μόνο με αυτές τις κουβέντες στο μυαλό μου. Το όνειρο ήταν έντονο. Δεν θυμόμουν όμως ούτε που ήμουν ούτε με ποιον μίλαγα …
Θέλω να ζήσω για πάντα; Τι θα έκανα αν μπορούσα με κάποιον τρόπο; Άνοιξα τα παράθυρα. 06.15.Αρχιζε να ξημερώνει. Ακόμη μια μέρα. Πόσα πρωινά θα έβλεπα ακόμη; Αυτά σκεφτόμουν καθώς το καυτό νερό κυλαγε στο κορμί μου.
Στη δουλειά τα ίδια. Μια βαρετή μέρα. Όμως σήμερα είχε αγώνα. Θα έβλεπα ΠΑΟ-Ρεαλ μπάσκετ. Στο ενδιάμεσο είχα χρόνο να σκοτώσω. Έκατσα σε ένα κοντινό στο γραφείο καφέ. Μοντέρνο. Με χαλαρή μουσική. Λίγο κόσμο εκείνη την ώρα. Περίμενα και έναν συνάδελφο. Σκέφτηκα πόσα καφέ είχα επισκεφθεί, πόσες ώρες είχα περάσει, με τόσες διαφορετικές παρέες … Αναζητώντας την τέλεια παρέα… Την βρήκα ποτέ; Άναψα τσιγάρο. Η προσμονή του ματς ολοένα και μεγάλωνε. Οι σερβιτόροι ανέμεναν την πελατεία. Αν και τέλη Μάρτη η μέρα ήταν βροχερή. Ψιλό βρόχο. Εκνευριστικά μονότονο. Απολάμβανα την μουσική. Τσέκαρα τις ειδήσεις στο κινητό Κυρία 45 ετών πηδηξε στο κενό από τον τρίτο όροφο σε γνωστό Mall των Βορειων και έχασε τη ζωή της. Έχασε τη ζωή της. Η ζωή της χάθηκε. Κίνηση απόγνωσης, απελπισίας; Ηταν η τελευταία της κίνηση στην σκακιέρα της ζωής. Ρουα ματ. Θυμήθηκα έναν παλιοφιλο. Του έστειλα μήνυμα. Δεν περίμενα απάντηση. Απλά να δει ότι τον σκέφτηκα. Δεν ξέρεις καμία φορά.
O αγώνας είχε ενδιαφέρον. Οι αθλητές προσφέρουν θέαμα. Το κοινό χειροκροτεί, αποδοκιμάζει, συμμετέχει έντονα. Το ματς κρίθηκε στο τελευταίο σουτ. Ήττα. Σημασία έχει το παιχνίδι…
Στο γυρισμό για το σπίτι απάντησε και ο παλιόφιλος. Ήταν στην πόλη για μερικές μέρες. Είπαμε να βρεθούμε. Για να δούμε…
Πριν να κοιμηθώ τσέκαρα τα νέα στο Futurised. Ο πρώτος ρομπότ οικιακός βοηθός ήταν προς πώληση σε μαζική κλίμακα. Με τεχνολογία D4. Λες να πάρω έναν; Από τους ανθρώπους έχω απογοητευθεί πλήρως. ΛΕΣ να με απογοητεύσει και μια μηχανή; Προσπάθησα να θυμηθώ την μεγαλύτερη απογοήτευση που γνώρισα ποτέ από άνθρωπο. Δεν δυσκολεύτηκα. Τί τα θες βραδυάτικα;
Και όμως κάτι με έτρωγε. Δεν είχα ύπνο. Σηκώθηκα και έκατσα στην σκοτεινή κουζίνα. Μέσα Απριλίου. Βγήκα με την πυτζάμα στο μπαλκόνι να δώ μια κίνηση.Ησυχία. Σαν να είχα πιεί διπλό εσπρέσσο, ένιωθα ότι δεν θα κοιμόμουν πριν να περάσουν καμιά δεκαριά ώρες. Πέμπτη βράδυ, δεν είναι μέρα για τέτοια. Το πάθαινα και νέος. Τότε οι ανησυχίες ήταν πολλές. Άλλες αγωνίες. Μεγαλώνοντας καταλαγιάζουν. Συμβιβάζεσαι. Αλλάζουν οι προτεραιότητες. Αλλάζεις εσύ. Και τώρα σε γνωρίζεις καλύτερα. Σαν κάλπικη δεκάρα.
Αν ερχόταν ο Αλαντίν και είχα μια ευχή , τι θα ήταν; αυτό σκέφτηκα καθώς άναβα το πρώτο τσιγάρο στο μπαλκόνι ενώ μια μηχανή γκάζωνε στο παρακάτω δρόμο. Καθώς ο ήχος της απομακρυνόταν, πλησίαζε η αλήθεια και με χτύπαγε σαν ηλεκτροσόκ.
Στρατιώτης της αγάπης, πώς πρόδωσα έτσι τον Λοχαγό μου;
Πίστευα πως είχα τελειώσει μ αυτήν την ιστορία. Έκανα λάθος. Μεγάλο λάθος.
Θα το έχω ξεχάσει με την αυγή; Κοιμήθηκα με ανοιχτά μάτια…