Ρούφηξε δυνατά το τσιγάρο. Ο καπνός βγήκε από τα ρουθούνια του. Το πέταξε κάτω και το πάτησε.Ελαφρά. Μπήκε στο κτίριο. Το εμπορικό απλωνόταν μπροστά του. Η γυάλινη οροφή έκρυβε τον δυνατό αυγουστιάτικο ήλιο. Άρχισε να κοιτάει τις βιτρίνες. Περπάταγε αργά, ανάμεσα στον κόσμο, σαν χαμένο πουλί που πετάει στον γαλάζιο ουρανό. Ξαφνικά άκουσε μια φωνή, όχι ιδιαίτερα γνώριμη, αλλά ούτε και παντελώς άγνωστη.”Γιάννη, εσυ;” Έκανε πως δεν άκουσε.Προχώρησε. Η φωνή δεν ξανακούστηκε. Μετά από πέντε-εξι βήματα γύρισε το βλέμμα προς τα πίσω να κοιτάξει..Ήταν δυνατόν να είναι αυτή? Ποιά ήταν αυτή η γυναίκα.?….
Μίλια πιο μακρυά…Ένας άνδρας κολυμπάει δίπλα στις βραχώδεις ακτές του Μοντεβρ… Σαν τα μωρά στην κολυμπήθρα εξαγνίζεται από τις σκοτούρες και τα άγχη καθώς προχωράει με σταθερό ρυθμό στην ήρεμη θάλασσα του μικρού κολπίσκου…Έπειτα πλησιάζει την ακτή..Για πόσο να αντέξει ακόμα την μεσοαστική ζωή του, γεμάτη ρουτίνα και επαναλήψεις? Αυτά συλλογίζεται καθώς σκουπίζεται με την πετσέτα…Βραδιάζει…Ντύνεται και ανεβαίνει τον βράχο…Προχωράει προς το αμάξι του που είναι παρκαρισμένο στο πλάι του δρόμου…Βάζει μπρος και ο ήχος της μηχανής γεμίζει την καμπίνα. Ώρα για επιστροφή στο σπίτι…
Πωπω, δεν αντέχονται αυτες οι μέρες…η ρουτίνα σε σκοτώνει..Κάθε μέρα οι ίδιες κινήσεις…Επαναλαμβανόμενες, σαν ρομποτάκι με μπαταρία…Μέχρι πότε…μέχρι πότε?
Γύρισε το κλειδί και μπήκε με ανάλαφρες κινήσεις στο σπίτι, άφησε την τσάντα και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο στον διάδρομο που ήταν στα αριστερά. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Το αγγελούδι κοιμόταν ανάσκελα με τα χέρια ανοιχτά πάνω από το κεφάλι του. Βεβαιώθηκε ότι ήταν καλά και έκλεισε την πόρτα πίσω του.
”Πού ήσουν?” ακούστηκε μια θυμωμένη φωνή από την κρεβατοκάμαρα…Μπήκε έβγαλε τα ρούχα και ξάπλωσε…Αφέθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα.
Το επόμενο πρωί σαν να άργησε να ξυπνήσει..Έτριψε τα μάτια του, καθώς ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι και ένιωσε κάτι υγρό στα χέρια του να έρχεται σε επαφή με τα μάτια του..Τι ήταν? Ήταν αίμα….Άναψε το φως…Η γυναίκα του δεν ήταν δίπλα. Από που ερχόταν το αίμα, όμως? Πήγε στην τουαλέτα να δεί τον καθρέπτη.Τα δάχτυλα του ήταν γεμάτα αίματα, όμως δεν φαινόταν καμιά πληγή ευδιάκριτα στο καλοδιατηρημένο σώμα του 40 άρη άνδρα…Mπήκε στο ντους και έκανε ένα μπάνιο για να νιώσει την φρεσκάδα του πρωινού..
Αποφάσισε να πάει στην πόλη να δεί τον πατέρα του.Τον ενοχλούσε η ιδέα ο πατέρας του να μένει μόνος μέσα σε ένα μικρό διαμέρισμα με μόνη συντροφιά τις εφημερίδες, μερικά βιβλία και το ραδιόφωνο…
Μπήκε στο αμάξι και μετά από πέντε λεπτά βγήκε στο χάι-γουέι..Γνώριμη η διαδρομή αλλά είχε λίγο καιρό να την κάνει…Αυτοκινητόδρομος. Έβαλε απαλή μουσική στο ραδιόφωνο και χάθηκε μέσα στις σκέψεις του…Μηχανικά οδηγούσε. Μετά από μισή ώρα έφτασε στον προορισμό του. Η μοντέρνα πολυκατοικεία ορθωνόταν μπροστά του.Προχώρησε. Το διαμέρισμα ήταν στο 7ο όροφο…-Γειά σου πατέρα, του είπε καθώς εκείνος του άνοιξε την πόρτα….Πώς είσαι?…Δεν είμαι καλά.Ζαλίζομαι και ενώ έχω πάει σε τόσους γιατρούς δεν βρίσκουν τίπτοα..Απλά δεν στο είπα γιατί δεν ήθελα να σε ανησυχήσω…Πατέρα, ξέρεις πόσο σε αγαπάω, ήσουν πάντα για μένα η πηγή έμπνευσης, το στήριγμα, το σημείο αναφοράς. Τώρα που μεγάλωσες θέλω να προσέχεις την υγεία σου.