Κοίταξα τη θάλασσα. Έβλεπα εμένα. Σαν αγριεμένο κύμα που σκάει στην ακτή και ηρεμεί. Δεν με αναγνώρισα. Τι απέγινε εκείνος ο χαμογελαστός νέος, ο ασυμβίβαστος, γεμάτος δίψα για ζωή;
Θυμήθηκα το λόγια του πατέρα μου: Γιατί ζεις;
Ο ήλιος κρυβόταν σιγά σιγά πίσω από τον ορίζοντα. Καιρός να πάω στο δωμάτιο. Πρώτες διακοπές μόνος, μετά από χρόνια σε ένα όμορφο νησί του Αιγαίου. Μακρυά από σκοτούρες και βάσανα. Είχα όλο το χρόνο του κόσμου να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά.
Στο δωμάτιο δεν έμεινα πολύ. Έκανα ένα κρύο ντους. Έκατσα στο μπαλκόνι με θέα τη θάλασσα. Τα φώτα της χώρας , διάσπαρτα στο τοπίο, με καλούσαν να τα πλησιάσω. Παρασκευή Δεκαπενταύγουστο το νησί ήταν γεμάτο τουρίστες. Ένιωσα το απαλό αεράκι σαν χάδι στο πρόσωπο μου. Η νύχτα με καλούσε. Έλα.